- χοή
- η, ΝΑ(στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.)αρχ.1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῡ, δι' ὁσίων χειρῶν θιγών», Σοφ.)3. ρεύμα, ροή, νάμα («Ἀχέροντος... χοάς», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χοή (< *χοFη, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -F-) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *χοF- τού ρ. χέω*. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. hava- «θυσία»].
Dictionary of Greek. 2013.